εἰσαγγελίας

εἰσαγγελίας
εἰσαγγελίᾱς , εἰσαγγελία
information
fem acc pl
εἰσαγγελίᾱς , εἰσαγγελία
information
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • 2010–2011 Greek protests — Part of the European sovereign debt crisis and the impact of the Arab Spring[1][2] …   Wikipedia

  • QUINGENTI — Graece Πεντακόσιοι, Senatus Atheniensis. Postquam enim Solon constituisset, ut quotannis summae praeesset Rei public. Quadringentorum Senatus, auctô deinde, sive in ordinem redactô Tribuum, quae decem fuêre (cum antiquitus quatuor solum essent)… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Κόλλιας, Κωνσταντίνος — (Στύλια Κορινθίας 1901 – 1998). Ανώτατος δικαστικός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε στον δικαστικό κλάδο και διετέλεσε προϊστάμενος της εισαγγελίας πρωτοδικών Αθηνών, αντεισαγγελέας (1946 62) και εισαγγελέας του …   Dictionary of Greek

  • Οικονομίδης, Βασίλειος — (Βυτίνα, Γορτυνία 1814 – Αθήνα 1894). Έλληνας νομικός. Αφού ολοκλήρωσε τις νομικές σπουδές του στη Γερμανία, διορίστηκε το 1846 έκτακτος καθηγητής του ρωμαϊκού δικαίου στη νομική σχολή του Πανεπιστήμιου Αθηνών και το 1847 επίτιμος καθηγητής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”